- κοιταιος
- κοιταῖος31) спящий, ночующий
(κοιταῖον γίγνεσθαι ἐν ἄστει Dem.)
2) ночнойκ. ἔρχεται Polyb. — он приходит ночью
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κοιταῖον γίγνεσθαι ἐν ἄστει Dem.)
κ. ἔρχεται Polyb. — он приходит ночью
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοιταίος — κοιταῑος, αία, ον (AM) [κοίτη] το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιταῑον (για θηρία) κοίτη, φωλιά άγριων ζώων, κρύπτη αρχ. 1. ξαπλωμένος στο κρεβάτι 2. φρ. α) «κοιταῑος γίγνομαι» i) διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα, ξενυχτώ φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει … Dictionary of Greek
κοιταῖος — abed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιταῖον — κοιταῖος abed masc acc sg κοιταῖος abed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιταῖα — κοιταῖος abed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιταίαν — κοιταί̱ᾱν , κοιταῖος abed fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιταίους — κοιταί̱ους , κοιταῖος abed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)