κοιταιος

κοιταιος
    κοιταῖος
    3
    1) спящий, ночующий
    

(κοιταῖον γίγνεσθαι ἐν ἄστει Dem.)

    2) ночной
    

κ. ἔρχεται Polyb. — он приходит ночью


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κοιταιος" в других словарях:

  • κοιταίος — κοιταῑος, αία, ον (AM) [κοίτη] το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιταῑον (για θηρία) κοίτη, φωλιά άγριων ζώων, κρύπτη αρχ. 1. ξαπλωμένος στο κρεβάτι 2. φρ. α) «κοιταῑος γίγνομαι» i) διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα, ξενυχτώ φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει …   Dictionary of Greek

  • κοιταῖος — abed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιταῖον — κοιταῖος abed masc acc sg κοιταῖος abed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιταῖα — κοιταῖος abed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιταίαν — κοιταί̱ᾱν , κοιταῖος abed fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιταίους — κοιταί̱ους , κοιταῖος abed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»